ὑπορῑπίζω

ὑπορῑπίζω
ὑπο-ρῑπίζω, von unten od. sanft fächeln, anfachen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υποριπίζω — MA βλ. ὑπορριπίζω …   Dictionary of Greek

  • ὑποριπίζει — ὑπορῑπίζει , ὑποριπίζω pres ind mp 2nd sg ὑπορῑπίζει , ὑποριπίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπορριπίζω — και ὑποριπίζω Α 1. ριπίζω από κάτω ή ήρεμα 2. μέσ. ὑπορριπίζομαι και ὑποριπίζομαι μτφ. διεγείρω («ὑπορριπίζεσθαι ἐπὶ στάσεις», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥιπίζω* «φυσώ, ανεμίζω τη φωτιά, ξανάβω»] …   Dictionary of Greek

  • ὑπερριπίζοντο — ὑπερρῑπίζοντο , ὑποριπίζω imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπορριπιζόμενοι — ὑπορρῑπιζόμενοι , ὑποριπίζω pres part mp masc nom/voc pl ὑπορριπίζω fan from below pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”